- ἐπίπετρον
- ἐπίπετρον, τό,A a rock-plant, a kind of sedum, Hp.Ulc.11 (vulg. ἐπίπτερον), Arist.PA681a23, cj. for ἐπίμετρον in Thphr.HP7.7.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίπετρον — a rock plant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπετρον — το (Α ἐπίπετρον) [πέτρα] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών δισκοριοειδών αρχ. φυτό που φυτρώνει πάνω σε πέτρες ή σε πετρώδη εδάφη … Dictionary of Greek
ἐπιπέτρου — ἐπίπετρον a rock plant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)